- φωτιά
- η, Ν [φως, φωτός]1. ταυτόχρονη παραγωγή θερμότητας και φωτός με καύση, πυρ2. φλόγα3. πυρκαγιά, εμπρησμός4. μτφ. μάχη, πόλεμος5. φρ. α) «βάζω φωτιά»i) πυρπολώii) μτφ. προκαλώ καβγάβ) «φωτιά που μάς έκαψε» — μάς βρήκε μεγάλη συμφοράγ) «βάζω το χέρι μου στη φωτιά»μτφ. βεβαιώνω απόλυτα, είμαι απόλυτα βέβαιος, παίρνω όρκοδ) «φωτιά στη φωτιά» — αντίδραση με τα ίδια βίαια μέσαε) «φωτιά και λάβρα» — μεγάλη ζέστηστ) «είναι φωτιά και λαύρα»μτφ. i) (για πρόσ.) είναι πολύ οργισμένοςii) (για είδη εμπορίου) είναι πανάκριβαζ) «παίρνει φωτιά με το πρώτο»i) (κυριολ.) αναφλέγεται εύκολαii) μτφ. οργίζεται, εξάπτεται εύκολα6. παροιμ. α) «το στραβό το ξύλο η φωτιά τό σ(ι)άζει» — δηλώνει ότι με την τιμωρία αναστέλλεται ή περιορίζεται η τάση προς το κακόβ) «η φωτιά και το μπαρούτι δεν συγκαίουνε» — δηλώνει ότι είναι αδύνατη η συνύπαρξη προσώπων ή πραγμάτων που είναι από τη φύση τους ασυμβίβαστα.
Dictionary of Greek. 2013.